Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

Αγγελος Σικελιανός


ερ δός Άγγελος Σικελιανός

(1935)

π τ νέα πληγ πο μ᾿ νοιξεν μοίρα
μπαιν᾿ λιος, θαρροσα, στν καρδιά μου
μ τόση ρμή, καθς βασίλευε, πως
π ραγισματιν αφνίδια μπαίνει
τ
κύμα σ καράβι π᾿ λοένα
βουλιάζει.

Γι κενο πι τ δείλι,
σν ρρωστος, καιρό, πο πρωτοβγαίνει
ν᾿ ρμέξει ζω π᾿ τν ξω κόσμον, μουν
περπατητς μοναχικς στ δρόμο
πο ξεκιν π τν θήνα κ᾿ χει
σημάδι του ερ τν λευσίνα.
Τί ταν γι μένα ατς δρόμος πάντα
σ δρόμος τς Ψυχς.

Φανερωμένος
μεγάλος ποταμός, κυλο
σε δθε
ργ συρμένα π τ βόδια μάξια
γεμάτα θεμωνις ξύλα, κι λλα
μάξια, γοργ πο προσπερνοσαν,
μ τος νθρώπους μέσα τος σν σκιους.

Μ παραπέρα, σ ν χάθη κόσμος
κ
᾿ μειν᾿ φύση μόνη, ρα κι ρα
μίαν συχία βασίλεψε. K᾿ πέτρα
π᾿ ντίκρισα σ μία κρη ριζωμένη,
θρονί μου φάνη μοιραμένο μου ταν
π᾿ τος αἰῶνες. K᾿ πλεξα τ χέρια,
σν κάθισα, στ γόνατα, ξεχνώντας
ν κίνησα τ μέρα ατ ν πρα
αἰῶνες πίσω ατ τν διο δρόμο.

Μ νά· στν συχία ατή, π᾿ τ γύρο
τν κοντινό, προβάλανε τρες σκιοι.
νας τσίγγανος γνάντια ρχόταν,
κα πίσωθέ του κλούθααν, μ᾿ λυσίδες
συρμένες, δυ ργοβάδιστες ρκοδες.

Κα νά· ς σ λίγο ζύγωσαν μπροστά μου
κα μ᾿ εδε Γύφτος, πρν καλ προφτάσω
ν τν κοιτάξω, τράβηξε π᾿ τν μο
τ ντέφι καί, χτυπώντας το μ τό να
χέρι, μ τ᾿ λλον συρε μ βία
τς λυσίδες. K᾿ ο δυ ρκοδες τότε
στ δυό τους σκώθηκαν, βαριά.

μία,
(
τανε μάνα, φανερά), μεγάλη,
μ πλεχτς χάντρες λο στολισμένο
τ μέτωπο γαλάζιες, κι π πάνω
μίαν σπρη βασκαντήρα, νασηκώθη
ξάφνου τρανή, σν προαιώνιο νά ταν
ξόανο Μεγάλης Θες, τς αώνιας Μάνας,
ατς τς διας πο ερ θλιμμένη,
μ τν καιρν ς πρε νθρώπινη ψη,
γι τν καημ τς κόρης της λεγόνταν
Δήμητρα
δ, γι τν καημ το γιο της
πι πέρα ταν λκμήνη Παναγία.
Κα τ μικρ στ πλάγι της ρκούδι,
σ μεγάλο παιχνίδι, σν νίδεο
μικρ παιδί, νασκώθηκε κ᾿ κενο
πάκοο, μ μαντεύοντας κόμα
το πόνου του τ μάκρος, κα τν πίκρα
τς σκλαβις, πο καθρέφτιζεν μάνα
στ δυ πυρά της πο τ κοίτααν μάτια!

λλ᾿ ς π τν κάματον κείνη
κνοσε ν χορέψει, Γύφτος, μ᾿ να
πιδέξιο τράβηγμα τς λυσίδας
στο μικρο τ ρουθούνι, ματωμένο
κόμα π᾿ τ χαλκ πο λίγες μέρες
φαινόνταν πς το τρύπησεν, αφνίδια
τν καμε, μουγκρίζοντας μ πόνο,
ν ρθώνεται ψηλά, πρς τ παιδί της
γυρνώντας τ κεφάλι, κα ν ρχιέται
ζωηρά.

K᾿ γώ, ς κοίταζα, τραβοσα
ξω π᾿ τ χρόνο, μακρι π᾿ τ χρόνο,
λεύτερος π μορφς κλεισμένες
στν καιρό, π γάλματα κ᾿ εκόνες·
μουν ξω, μουν ξω π τ χρόνο.

Μ μπροστά μου, ρθωμένη π τ βία
το χαλκ κα τς μοιρης στοργς της,
δν βλεπα λλο π᾿ τν τρανν ρκούδα
μ τς γαλάζιες χάντρες στ κεφάλι,
μαρτυρικ τεράστιο σύμβολο λου
το κόσμου, τωρινο κα περασμένου,
μαρτυρικ τεράστιο σύμβολο λου
το πόνου το πανάρχαιου, π᾿ κόμα
δν το πληρώθη π᾿ τος θνητος αἰῶνες
φόρος τς ψυχς.

Τί τούτη κόμα
ταν κ᾿ εναι στν δη.

Κα σκυμμένο
τ κεφάλι μου κράτησα λοένα,
καθς στ ντέφι μέσα ριχνα, σκλάβος
κ
᾿ γ το κόσμου, μι δραχμή.

Μ ς, τέλος,
τσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας
ξαν τς δυ ργοβάδιστες ρκοδες,
κα χάθηκε στ μούχρωμα, καρδιά μου
μ σήκωσε ν ξαναπάρω πάλι
τ δρόμον πο τέλειωνε στ ρείπια
το ερο τς Ψυχς, στν λευσίνα.
K
᾿ καρδιά μου, ς βάδιζα, βογγοσε:
«Θά ρτει τάχα ποτέ, θ νά ρτει ρα
πο ψυχ τς ρκούδας κα το Γύφτου,
κ᾿ ψυχή μου, πο Μυημένη την κράζω,
θ γιορτάσουν μαζί;»

Κι ς προχωροσα,
κα βράδιαζε, ξανάνιωσα π᾿ τν δια
πληγή, πο μοίρα μ᾿ νοιξε, τ σκότος
ν μπαίνει ρμητικ μς στν καρδιά μου,
καθς π ραγισματιν αφνίδια μπαίνει
τ κύμα σ καράβι πο λοένα
βουλιάζει. Κι μως τέτοια ς ν διψοσε
πλημμύραν καρδιά μου, σ βυθίστη
ς ν πνίγηκε κέρια στ σκοτάδια,
σ βυθίστηκε κέρια στ σκοτάδια,
να μούρμουρο πλώθη πάνωθέ μου,
να μούρμουρο,
κ᾿ μοιαζ᾿ λλε:

«Θ ρτει.»
(π τ Λυρικς Βίος, E, καρος 1968)