Οδυσσέας Ελύτης
Από το «ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ»
Γύρισα τα μάτια. *
|
δάκρυα γιομάτα
|
κατά το παραθύρι
|
|
Και κοιτώντας έξω *
|
καταχιονισμένα
|
τα δέντρα των κοιλάδων
|
|
Αδελφοί μου, είπα *
|
ως κι αυτά μια μέρα
|
κι αυτά θα τ' ατιμάσουν
|
|
Προσωπιδοφόροι *
|
μες στον άλλον αιώνα
|
τις θηλιές ετοιμάζουν
|
|
Δάγκωσα τη μέρα *
|
και δεν έσταξε ούτε
|
σταγόνα πράσινο αίμα
|
|
Φώναξα στις πύλες *
|
κι η φωνή μου πήρε
|
τη θλίψη των φονιάδων
|
|
Μες στης γης το κέντρο *
|
φάνηκε ο πυρήνας
|
που όλο σκοτεινιάζει
|
|
Κι η αχτίδα του ήλιου *
|
γίνηκε, ιδέστε
|
ο μίτος του Θανάτου!
|
|
Ω πικρές γυναίκες *
|
με το μαύρο ρούχο
|
παρθένες και μητέρες
|
|
Που σιμά στη βρύση *
|
δίνατε να πιούνε
|
στ' αηδόνια των αγγέλων
|
|
Έλαχε να δώσει *
|
και σ' εσάς ο Χάρος
|
τη φούχτα του γεμάτη
|
|
Μέσ' απ' τα πηγάδια *
|
τις κραυγές τραβάτε
|
αδικοσκοτωμένων
|
|
Τόσο δεν αγγίζουν *
|
η φωτιά με το άχτι
|
που πένεται ο λαός μου
|
|
Του Θεού το στάρι *
|
στα ψηλά καμιόνια
|
το φόρτωσαν και πάει
|
|
Μες στην έρμη κι άδεια *
|
πολιτεία μένει
|
το χέρι που μονάχα
|
|
Με μπογιά θα γράψει *
|
στους μεγάλους τοίχους
|
ΨΩΜΙ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
|
|
Φύσηξεν η νύχτα *
|
σβήσανε τα σπίτια
|
κι είναι αργά στην ψυχή μου
|
|
Δεν ακούει κανένας *
|
όπου κι αν χτυπήσω
|
η μνήμη με σκοτώνει
|
|
Αδελφοί μου, λέει *
|
μαύρες ώρες φτάνουν
|
ο καιρός θα δείξει
|
|
Των ανθρώπων έχουν *
|
οι χαρές μιάνει
|
τα σπλάχνα των τεράτων
|
|
Γύρισα τα μάτια *
|
δάκρυα γιομάτα
|
κατά το παραθύρι
|
|
Φώναξα στις πύλες *
|
κι η φωνή μου πήρε
|
τη θλίψη των φονιάδων
|
|
Μες στης γης το κέντρο *
|
φάνηκε ο πυρήνας
|
που όλο σκοτεινιάζει
|
|
Κι η αχτίδα του ήλιου *
|
γίνηκε, ιδέστε
|
ο μίτος του Θανάτου!
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.